- απορριπίζω
- ἀπορριπίζω (Α)(για άνεμο) απομακρύνω με το φύσημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπορριπίζει — ἀπορριπίζω blow away pres ind mp 2nd sg ἀπορριπίζω blow away pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορριπιζομένης — ἀπορριπίζω blow away pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορριπιζομένου — ἀπορριπίζω blow away pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορριπιζούσης — ἀπορριπίζω blow away pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρίπισον — ἀπορριπίζω blow away aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορριπιζομένας — ἀπορριπιζομένᾱς , ἀπορριπίζω blow away pres part mp fem acc pl ἀπορριπιζομένᾱς , ἀπορριπίζω blow away pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)